ορθογραφώ

ορθογραφώ
(ε) αμετ. грамотно писать, правильно писать, писать без ошибок

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ορθογραφώ" в других словарях:

  • ορθογραφώ — (Α ὀρθογραφῶ, έω) γράφω ορθά, τηρώντας τους γραμματικούς και τους φθογγολογικούς κανόνες αρχ. καταρτίζω σχέδιο ύψους οικοδομής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + γραφῶ (< γράφος < γράφω), πρβλ. ταχυ γραφώ] …   Dictionary of Greek

  • ορθογραφώ — ορθογράφησα, ορθογραφήθηκα, ορθογραφημένος, γράφω χωρίς ορθογραφικά λάθη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀρθογραφῶ — ὀρθογραφέω make an elevation pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὀρθογραφέω make an elevation pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή …   Dictionary of Greek

  • ορθογραφία — Η σύμφωνα με τους κανόνες της γραμματικής, γραφή των λέξεων. Διακρίνεται σε φωνητική και ιστορική ο. Η πρώτη έχει σχέση με την όσο το δυνατό ακριβέστερη απόδοση της σημερινής προφοράς των λέξεων και των τύπων κάποιας γλώσσας ή της προφοράς της… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»